Συναισθησία, τέχνη και ήχος. Η συναισθησία, είναι μια νευρολογική πάθηση, ένα μπέρδεμα των αισθήσεων μεταξύ τους, όπου η διέγερση της μιας αίσθησης, αφυπνίζει την εμπειρία σε μια άλλη. Το συναισθητικό άτομο, μπορεί για παράδειγμα να έχει οπτική αντίληψη μιας οσμής (μπλε για την κανέλλα), οπτική ενός ήχου (κόκκινο για την τρομπέτα), και να διεγείρει την αφή του μια γεύση (πχ. να νοιώθει ότι πιάνει γυαλί όταν μασάει δυόσμο). Πάντως, φαίνεται ότι λίγο συναισθητικοί είμαστε όλοι μας και περισσότερο οι καλλιτέχνες και οι λογοτέχνες. Κάποιοι καλλιτέχνες συχνά αναφέρουν συσχετίσεις ανάμεσα στις αποχρώσεις των χρωμάτων, τους τόνους των ήχων και στην ένταση των γεύσεων. Για παράδειγμα ένας συναισθητικός είναι πιθανό να "δει" ένα περισσότερο έντονο κόκκινο χρώμα καθώς ανεβαίνει η συχνότητα ενός ήχου ή μία απαλή επιφάνεια μπορεί να έχει γλυκιά γεύση. Οι συσχετίσεις αυτές των αισθήσεων για τους συναισθητικούς δεν είναι καθόλου μεταφορικές. Για τους ίδιους πραγματικά τα χρώματα έχουν γεύση, οι οσμές ηχούν κ.λπ. και η εμπειρία τους αυτή είναι διαρκής σε όλη τη ζωής τους.
Το ζήτημα της σχέσης της αντίληψης ήχου και χρώματος, απασχόλησε τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, οι οποίοι αναζήτησαν τη "χροιά"’ –την απόχρωση κατά κάποιο τρόπο-κάθε ήχου, τις πιθανές κοινές ιδιότητες ακουστικών και των οπτικών συχνοτήτων.
Αντίστοιχες θεωρίες διατύπωσαν ο Νεύτωνας και ο Γκαίτε. O Καντίνσκυ, ο γνωστότερος συναισθητικός καλλιτέχνης, χρησιμοποίησε και μουσικούς όρους για να περιγράψει ζωγραφικά έργα του, δίνοντας τους τίτλους όπως: "Συνθέσεις" και "Αυτοσχεδιασμοί".Tο 1912 συνέθεσε την όπερα "Ο κίτρινος ήχος", που χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη χρωμάτων, μουσικής και χορού. Οι θεωρίες του Παούλ Κλέε για την τέχνη έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τις ιδέες των φίλων του, του Καντίνσκυ και του Μαρκ.
Ο Κλέε αναζητά μια ανώτερη πραγματικότητα και να την ανακαλύψει μέσα από την φαντασία, επηρεασμένος από τον Κυβισμό και τον Ορφισμό, την αιγυπτιακή και την εθνογραφική τέχνη και το ενδιαφέρον του για τα σχέδια των μικρών παιδιών αλλά και από την μουσική του παιδεία. Κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο ο Κλέε διαμόρφωσε τα στοιχεία αυτά σε μια εικονιστική γλώσσα που ήταν θαυμάσια οικονομική και ακριβή. Κατ’ αυτόν, πλέον, η τέχνη είναι μια γλώσσα σημάτων, σχημάτων που αποτελούν εικόνες ιδεών όπως ακριβώς το σχήμα του γράμματος S συμβολίζει ένα συγκεκριμένο ήχο. Σηματοδοτούσε επίσης, ότι σε οποιοδήποτε συμβατικό σύστημα το σήμα δεν είναι παρά ένα έναυσμα. Τη στιγμή που το βλέπουμε, αυτόματα του δίνουμε νόημα χωρίς να σταματάμε για να εξετάσουμε το σχήματα του. Ο Κλέε ήθελε τα σήματά του να γίνονται αντιληπτά ως οπτικά και ακουστικά γεγονότα αλλά κυρίως να λειτουργούν ως εναύσματα.
Ο τίτλος παίζει ουσιαστικό λόγο
Η Μηχανή που Τιτιβίζει (Twittering Machine), ένα λεπτοκαμωμένο σχέδιο με πένα και μελάνι χρωματισμένο με νερομπογιά, φανερώνει την μοναδική ατμόσφαιρα της τέχνης του Κλέε. Το "Die Zwitscher Maschine" όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι μια ακουαρέλα του 1922 που απεικονίζει με γραμμικά σχέδια σε μπλε και μωβ φόντο, μια ομάδα αλυσοδεμένων πουλιών πάνω σε μία κατευθυντήρια μανιβέλα.
Συμπυκνώνει σε μια εντυπωσιακή επινόηση ένα πολύπλοκο σύνολο ιδεών για τον σημερινό πολιτισμό. Οι ερμηνείες του έργου ποικίλλουν φυσικά. Είναι χαρακτηριστικό των έργων του Κλέε ότι η εικόνα, όσο ελκυστική και να είναι, δεν αποκαλύπτει ολόκληρο το περιεχόμενό της αν ο καλλιτέχνης δεν μας πει τι σημαίνει. Ο τίτλος με την σειρά του χρειάζεται τον πίνακα. Η ευφυής ιδέα μια μηχανής που τιτιβίζει δεν πυροδοτεί την φαντασία μας μέχρι να δούμε αυτό το πράγμα. Η αλληλεξάρτηση αυτή μάς είναι γνώριμη από τις γελοιογραφίες όμως ο Κλέε, χωρίς να εγκαταλείπει τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα αυτών των οπτικο-λεκτικών λογοπαιγνίων, την ανεβάζει στα επίπεδα της υψηλής τέχνης.
Ο Paul Klee, που γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1879 στη Βέρνη, ήταν γιος μουσικών και βιολιστής ο ίδιος.
コメント